Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξιστορώ [eksistoró] -ούμαι Ρ10.9 : περιγράφω ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων· διηγούμαι, αφηγούμαι: Tα γεγονότα του πολέμου εξιστορούνται κατά χρονολογική σειρά. Mου εξιστόρησε με λεπτομέρειες το γεγονός.
[λόγ. < ελνστ. ἐξιστορῶ, αρχ. σημ.: `ερευνώ να μάθω΄]



