Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξηκοστός
1 item total
εξηκοστός -ή -ό [eksikostós] Ε1 αριθμτ. επίθ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εξήντα: Bρίσκεται στο εξηκοστό έτος της λειτουργίας του. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον πεντηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εξηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η εξηκοστή, η εξηκοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εξηκοστή. 2. το εξηκοστό, το ένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ἑξηκοστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go