Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξηγώ
1 item total
εξηγώ [eksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.περιγράφω, αναλύω λεπτομερώς κτ. έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό: Nα μας εξηγήσεις τι εννοείς. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει η λέξη οικολογία; Εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το μηχάνημα. β. (και παθ.) δίνω πληροφορίες, ιδίως δικαιολογίες, σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις μου: Nα μου εξηγήσεις γιατί άργησες. Εξηγήσου τώρα αμέσως. Εξηγούμαι, δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις, ώστε να αποφύγω τη ρήξη με κπ.: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. 2. ερμηνεύω. α. βρίσκω στοιχεία που αφορούν κτ. άγνωστο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό: ~ ένα φαινόμενο. ~ τη συμπεριφορά κάποιου. Tώρα εξηγούνται όλα. β. (παρωχ. για λέξη ή κείμενο) μεταφράζω.

[λόγ. < μσν. εξηγώ < αρχ. ἐξηγοῦμαι ενεργ. κατά το ερμηνεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go