Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξασκώ [eksaskó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.βοηθώ κπ. να γίνει ικανός, κατάλληλος για μια ορισμένη δραστηριότητα, να βελτιώσει την επίδοσή του σ΄ αυτή με την άσκηση: ~ το γιο μου στο κολύμπι. || (συνήθ. παθ.) ασκώ μια ορισμένη δραστηριότητα και γίνομαι έτσι ικανός, κατάλληλος γι΄ αυτή: Έχει εξασκηθεί στο τρέξιμο / στη σκοποβολή / στη χαρτοπαιξία. Εξασκημένο σώμα, γυμνασμένο. 2. εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη: Πρέπει να εξασκήσει λίγο τα γαλλικά του.
[λόγ. < αρχ. ἐξασκῶ `ασκώ τελείως΄ σημδ. γαλλ. exercer]



