Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαπολύω [eksapolío] -ομαι Ρ αόρ. εξαπέλυσα, απαρέμφ. εξαπολύσει, παθ. αόρ. εξαπολύθηκα, απαρέμφ. εξαπολυθεί : 1.αφήνω κτ. να φύγει ορμητικά ενάντια σε κπ. ή σε κτ.: ~ έναν πύραυλο / μία τορπίλη. H αστυνομία εξαπέλυσε σκύλους κατά των διαδηλωτών. || (γενικότ.) στρέφομαι επιθετικά εναντίον κάποιου: ~ ανθρωποκυνηγητό. ~ επίθεση, επιτίθεμαι. 2. (μτφ.) εκστομίζω: ~ απειλές / κατηγορίες. Εξαπέλυσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων.
[λόγ. επίδρ. στο ξαπολώ (δες λ.) κατά την ετυμ. της λ.: εξ- αρχ. ἀπολύω]