Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαδικός
1 εγγραφή
εξαδικός -ή -ό [eksaδikós] Ε1 : που έχει ως βάση την εξάδα, τον αριθμό έξι: Εξαδικό σύστημα μέτρησης.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαδικός `που αποτελείται από μια εξάδα, εξαπλός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες