Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξαδικός -ή -ό [eksaδikós] Ε1 : που έχει ως βάση την εξάδα, τον αριθμό έξι: Εξαδικό σύστημα μέτρησης.
[λόγ. < ελνστ. ἑξαδικός `που αποτελείται από μια εξάδα, εξαπλός΄]