Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εξάπαντος [eksápandos] επίρρ. : οπωσδήποτε, ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση: Θα τηλεφωνήσω ~ πριν το μεσημέρι.
[λόγ. < ελνστ. ἐξάπαντος < αρχ. φρ. ἐξ ἅπαντος `με οποιαδήποτε αιτία΄]



