Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξάπαντος
1 item total
εξάπαντος [eksápandos] επίρρ. : οπωσδήποτε, ασφαλώς, σε κάθε περίπτωση: Θα τηλεφωνήσω ~ πριν το μεσημέρι.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάπαντος < αρχ. φρ. ἐξ ἅπαντος `με οποιαδήποτε αιτία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go