Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξάμηνος
1 item total
εξάμηνος -η -ο [eksáminos] Ε5 : 1α.που διαρκεί έξι μήνες: Εξάμηνη παράταση / προθεσμία / αναβολή. β. (ως ουσ.) το εξάμηνο, χρονικό διάστημα έξι μηνών· εξαμηνία: Tο πρώτο / δεύτερο εξάμηνο του έτους. Tο σπίτι χτίστηκε σε ένα εξάμηνο. || (ως χρονική μονάδα διδασκαλίας): Tο πρώτο / δεύτερο εξάμηνο του σχολικού έτους. Mάθημα που διδάσκεται επί τρία εξάμηνα. 2. εξαμηνιαίος.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἑξάμηνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go