Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενόψει
1 εγγραφή
ενόψει [enópsi] επίρρ. : μπροστά, ενώπιον. 1α. κυρίως σε επιφωνηματικές προτάσεις με τις οποίες ο ομιλητής προειδοποιεί ότι κάποιος κίνδυνος ή απειλή εμφανίζεται μπροστά μας: Εχθρός ~! Kίνδυνος ~! β. σε στερεότυπη εκφορά: Πληρωτέο ~, εξοφλείται, πληρώνεται αμέσως. 2. (λόγ.) σε θέση πρόθεσης. α. χρονικά με γενική· ενώπιον, μπροστά σε, κοντά σε: Bρισκόμαστε ~ εκλογών / εξελίξεων / αλλαγών, επίκεινται εκλογές, εξελίξεις κτλ. β. με έναρθρη γενική, εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: ~ των μετατάξεων συμπληρωματικά δηλώνω, επειδή πρόκειται να γίνουν μετατάξεις, συμπληρωματικά…

[λόγ.: 1: ελνστ. φρ. ἐν ὄψει, δοτ. του αρχ. ὄψις· 2: σημδ. γαλλ. en vue de]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες