Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εντυπωσιακός
1 item total
εντυπωσιακός -ή -ό [endiposiakós] Ε1 : που εντυπωσιάζει, που προκαλεί ζωηρή, έντονη εντύπωση (συγκίνηση, ενδιαφέρον, προσοχή κτλ.): Εντυπωσιακή παρουσία / εμφάνιση / ομορφιά. Εντυπωσιακό θέαμα. Εντυπωσιακή βελτίωση / πρόοδος. εντυπωσιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εντύπωσι(ς) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go