Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εντείνω [endíno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ενέτεινα, απαρέμφ. εντείνει, παθ. αόρ. εντάθηκα, απαρέμφ. ενταθεί : αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω την ένταση: ~ τις προσπάθειές μου. ~ την προσοχή μου. ~ τη φωνή μου. || (μτφ.): Εντάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, ώστε να απειλείται ρήξη ή σύγκρουση.
[λόγ. < αρχ. ἐντείνω]



