Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εντάσσω [endáso] -ομαι Ρ αόρ. ενέταξα και (σπάν.) ένταξα, απαρέμφ. εντάξει, παθ. αόρ. εντάχθηκα, απαρέμφ. ενταχθεί, μππ. ενταγμένος και εντεταγμένος* : τοποθετώ κτ. ή κπ. (κατά μία ορισμένη σειρά, τάξη, κατηγορία), μέσα σε συγκροτημένο σύνολο, σε πραγματικό ή νοητό χώρο: Zήτησε να τον εντάξουν στο αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο· (πρβ. κατατάσσω). ~ ένα έργο τέχνης στο κοινωνικό του πλαίσιο. Θα κατανοήσουμε καλύτερα τις αντιδράσεις του, αν τις εντάξουμε στο κλίμα της εποχής. Δε γίνεται να τα εντάξουμε όλα σε μια κατηγορία. H πρότασή του μπορεί να ενταχθεί στο συνολικό προγραμματισμό. H φορολογική μεταρρύθμιση εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Mε το επάγγελμα, το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο. || Πολιτικά ενταγμένος / ενταγμένος σε πολιτική παράταξη. ANT ανένταχτος. Εντάσσομαι σε πολιτική παράταξη / σε κόμμα, προσχωρώ, οργανώνομαι. Yπήρξε ένθερμος υποστηρικτής τους, αν και ποτέ δεν εντάχθηκε στην παράταξή τους.
[λόγ. < αρχ. ἐντάσσω `παρεμβάλλω, τοποθετώ΄]



