Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εννέα
6 εγγραφές [1 - 6]
εννεα- [enea] & εννια- [ea] & εννεά- [eneá] ή εννιά- [eá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει εννέα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εννεάγωνος, ~μελής, ~σύλλαβος, εννιάτομος· εννεάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί εννέα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εννιαήμερος, εννιάμηνος· εννιάμερα· εννιάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία εννιά χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται εννιά φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, ~πλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἐννεα- θ. του αριθμτ. ἐννέα ως α' συνθ.: αρχ. ἐννεά-μηνος `(περίοδος) εννιά μηνών΄, ελνστ. ἐννεα-έτης `εννιά χρονών΄· μσν. εννια- < αρχ. ἐννεα- με αποφυγή της χασμ.: μσν. εννιά-μερα]

εννεάκις [eneákis] επίρρ. : α.(λόγ.) εννέα φορές. β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.

[λόγ. < ελνστ. ἐννεάκις]

εννεακοσιοστός -ή -ό [eneakosiostós] Ε1 : (λόγ.) εννιακοσιοστός.

[λόγ. εννεακόσι(α) -οστός]

εννεαπλάσιος -α -ο [eneaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο. || (ως ουσ.) το εννεαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εννεαπλάσιο. εννεαπλάσια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐννεαπλάσιος]

εννεαπλός -ή -ό [eneaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α.που αποτελείται από εννέα όμοια, απλά μέρη: Εννεαπλό σκοινί. β. που γίνεται εννιά φορές διαδοχικά: Εννεαπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. γ. που παρουσιάζεται με εννέα μορφές. 2. που είναι εννιά φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο· εννεαπλάσιος. εννεαπλά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εννέα -πλός]

εννιά [ená] & εννέα [enéa] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εννιά (9) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες / μήνες. || (αντί του τακτικού ένατος): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ένατη σελίδα. ΦΡ ~ έχει ο μήνας*. 2. (ως ουσ.) το εννιά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει δεκαοχτώ. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Tο γραπτό του παίρνει ~. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εννιά σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εννιά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εννιά. δ. το ~ (΄09), αντί 1909: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εννιά (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εννιά < αρχ. ἐννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ἐννέα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες