Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενεργώ [enerγó] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. ενήργησα, απαρέμφ. ενεργήσει : 1. πραγματοποιώ ορισμένη ενέργεια, προσπάθεια για να επιτύχω ορισμένο αποτέλεσμα: ~ για να γίνει η απόσπασή μου. Tου ζήτησε να ενεργήσει για το διορισμό της. 2. καταβάλλω προσπάθεια για να ολοκληρώσω ένα έργο σύμφωνα με ορισμένες εντολές, οδηγίες: ~ ανάκριση, κάνω ανάκριση. || ~ τα δέοντα. Ενήργησε δικαστικώς. Ενήργησε κατ΄ εντολή άλλων. 3. έχω ισχύ, κύρος: H απόφαση του δικαστηρίου ενεργεί αναδρομικά. 4. (για φάρμακο, ουσία κτλ.) φέρνω αποτέλεσμα: Ευτυχώς άρχισε να ενεργεί το παυσίπονο. 5. (παθ.) αφοδεύω: Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.
[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐνεργῶ· 4: ελνστ. σημ.· 5: με βάση την ελνστ. φρ. ἐνεργεῖ τό φάρμακον `έχει δραστηριότητα΄]



