Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεργειακός
1 εγγραφή
ενεργειακός -ή -ό [enerjiakós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στις μορφές ενέργειας τις οποίες χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να παράγει (ωφέλιμο) έργο: Ο ~ πλούτος μιας χώρας. Οι ενεργειακές πηγές. Tο ενεργειακό πρόβλημα. Ενεργειακή κρίση, τα αρνητικά αποτελέσματα που δημιουργούνται από την έλλειψη πηγών ενέργειας και ιδίως του πετρελαίου.

[λόγ. ενέργει(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες