Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενενηκοστός
1 item total
ενενηκοστός -ή -ό [enenikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός ενενήντα: Στην ενενηκοστή πρώτη σελίδα. Πέθανε στο ενενηκοστό έτος της ηλικίας του, ενενήντα ετών. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον ογδοηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την ενενηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η ενενηκοστή, η ενενηκοστή δύναμη: Yψώ νω έναν αριθμό στην ενενηκοστή. 2. το ενενηκοστό, το ένα από τα ενενήντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < ελνστ. ἐνενηκοστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go