Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδοχώρα
1 εγγραφή
ενδοχώρα η [enδoxóra] Ο25 : εδαφική περιοχή που εκτείνεται πίσω από παραθαλάσσιο τόπο (οικισμό, λιμάνι) και έχει στενούς οικονομικούς, πολιτικούς κτλ. δεσμούς με αυτόν: Kατέλαβαν το λιμάνι και ένα μικρό μέρος της ενδοχώρας του.

[λόγ. ενδο- + χώρα μτφρδ. γερμ. Hinterland]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες