Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενδεικτικός -ή -ό [enδiktikós] Ε1 : 1.για ό,τι παρέχει ενδείξεις, υποδεικνύει, υποδηλώνει ή φανερώνει κτ.: Ενδεικτικά στοιχεία / φαινόμενα. ~ πίνακας. Ενδεικτική λυχνία. Tο γεγονός ότι αποφεύγει το διάλογο είναι ενδεικτικό της αδυναμίας του να αντικρούσει τις κατηγορίες. 2. (ως ουσ.) το ενδεικτικό, σχολικό έγγραφο που πιστοποιεί ότι ο μαθητής κρίθηκε ικανός να εγγραφεί στην επόμενη τάξη: Ενδεικτικό πρώτης δημοτικού.
ενδεικτικά & (λόγ.) ενδεικτικώς ΕΠIΡΡ ως χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ενδεικτικώς θα αναφέρω μία μόνο περίπτωση. [λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικός (στη σημ. 1)· λόγ. < ελνστ. ἐνδεικτικῶς]



