Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εναντίωση
1 item total
εναντίωση η [enandíosi] Ο33 : το να παίρνει ή να εκδηλώνει κάποιος θέση ή στάση αντίθετη προς κτ. ή κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. ἐναντίω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go