Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενάρετος -η -ο [enáretos] Ε5 : που έχει ηθικές αρχές, αρετές, που ζει σύμφωνα με αυτές, ηθικός: ~ νέος. || σύμφωνος με ηθικές αρχές, αρετές: ~ βίος.
ενάρετα ΕΠIΡΡ: Zω ~. [λόγ. < ελνστ. ἐνάρετος]



