Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εν
466 items total [1 - 10]
έγνοια η [éγna] & έννοια 2 η [éna] Ο25α : 1.απασχόληση και ανησυχία της σκέψης για κτ.: Tα λόγια του μ΄ έβαλαν σ΄ ~ πολλή. || βασανιστική ανησυχία της σκέψης· σκοτούρα, μπελάς: Δε μου ΄φταναν οι δικές μου έγνοιες, μου φόρτωσες και τις δικές σου. Mια ζωή ήσυχη κι ανέμελη, χωρίς έγνοιες και βάσανα. Tον έφαγαν οι έγνοιες. 2. φροντίδα, μέριμνα για κτ.: Aυτή είχε όλη την ~ του σπιτιού. 3. με τους αδύνατους τύπους της κτητικής αντωνυμίας, ως έκφραση που συνοδεύει προτάσεις με καθησυχαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο: ~ σου, και δε θα χάσεις, μην ανησυχείς και δε θα χάσεις. ~ σου, κι εγώ είμαι εδώ. ~ σας παλιάνθρωποι, και θά ΄ρθει η σειρά σας.

[μσν. έγνοια (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἔννοια με ανομ. [nn > γn] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· αρχ. ἔννοια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

εν [en] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εν-) σε ΦΡ ή εκφράσεις με σημασία συνήθ. τροπική ή χρονική: ~ αναμονή*. ~ ανάγκη*. ~ ονόματι*. ~ τη γενέσει*. ~ ριπή* οφθαλμού. ~ πομπή*. ~ πομπή και παρατάξει*. ~ ολίγοις*. ~ γνώσει* / αγνοία* κάποιου. είμαι ~ γνώσει*. ~ τω γίγνεσθαι*. ~ λευκώ*. ο ~ λόγω*. ~ περιλήψει*. ~ σώματι*. ~ γένει, γενικά. ANT ~ μέρει, όσον αφορά ένα μέρος, μερικώς. ~ ενεργεία*. ~ αποστρατεία*. ~ τω άμα και το θάμα*. ~ είδει*. ~ διαστάσει*. ~ ψυχρώ*. ~ θερμώ*. ~ εκτάσει*. ~ όλω*. ~ βρασμώ* ψυχής. ~ τούτοις, εντούτοις.

[λόγ. < αρχ. ἐν]

εν- [en], πριν από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & εμ- [em], πριν από χειλικό σύμφωνο ή [m] & εγ- [eŋ], πριν από υπερωικό σύμφωνο & ελ- [el], πριν από [l] & ερ- [er] συχνά, πριν από [r] & έν- [én], έμ- [ém], έγ- [éŋ], έλ- [él], έρ- [ér] αντίστοιχα, όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση εν ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. δηλώνει συνήθ. τόπο. 1. μέσα σε αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εγκιβωτίζομαι, εγκλωβίζω, ελλιμενίζομαι, εναποθηκεύω, ενσταλάζω· εναποθήκευση· ενδημικός. || χρονικά: εμπρόθεσμος. 2. ανάμεσα σε: ενσωματώνω, εντάσσω· ένταξη. || μεταξύ αυτών που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εμφύλιος. 3. επάνω σε: ενθρονίζω. II. σε προσδιοριστικά επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. γίνεται ή εμφανίζεται με τον τρόπο που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: έμμισθος, έμπρακτος, ένδικος, έντεχνος (π.χ. εμπύρετο νόσημα, νόσημα που συνοδεύεται από πυρετό). || ένρινος και έρρινος· ενρινότητα και ερρινότητα. 2. έχει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έγχορδος, έλλογος, έμπειρος, έμψυχος, ενάρετος, ένοπλος. 3. (επιτατικά) χαρακτηρίζεται από την ύπαρ ξη σε μεγάλο βαθμό του στοιχείου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έναστρος· εναγώνιος, εμπαθής, ένθερμος. III. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω· ενοχή, ενόχληση.

[λόγ. < αρχ. ἐν- (και ἐμ-, ἐγ-, ἐλ-, ἐρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < πρόθ. ἐν `μέσα σε΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐμ-βαίνω (δες μπαίνω), ἐν-υπάρχω, ἐμ-πνέω, ἐγ-χαράσσω, ἐν-σωματῶ, ἐν-άλιος & διεθ. en- < αρχ. ἐν-: εν-τροπία < en- + -tropy & μτφρδ.: έμ-φραγμα < νλατ. infarctus, εν-αποθηκεύω < γαλλ. emmagasiner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]

εναγκαλίζομαι [enaŋgalízome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. αγκαλιάζω κπ. ή κτ. || (μόνο πληθ.) για πρόσωπα που αγκαλιάζονται. β. (μτφ.) β1. περιβάλλω κπ. ή κτ. με στοργή. β2. ενστερνίζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ἐναγκαλίζομαι]

εναγκαλισμός ο [enaŋgalizmós] Ο17 : (λόγ.) α. αγκάλιασμα, περίπτυξη. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) στενές σχέσεις συνεργασίας: Οι εναγκαλισμοί του με το καθεστώς των τυράννων.

[λόγ. εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) -μός]

εναγόμενος ο [enaγómenos] Ο19 θηλ. εναγόμενη [enaγómeni] Ο32 & (λόγ.) εναγομένη [enaγoméni] Ο30 γεν. πληθ. εναγομένων : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή την οποία έκανε ο άλλος (ο ενάγων)· (πρβ. κατηγορούμενος, εγκαλούμενος).

[λόγ. < ελνστ. ὁ ἐναγόμενος μπε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. θηλ. εναγό(μενος) -μένη & μετακ. τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]

ενάγω [enáγo] -ομαι Ρ (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. ενήγα, αόρ. ενήγαγα, απαρέμφ. εναγάγει : (λόγ., νομ.) εγκαλώ κπ. σε δίκη με αγωγή· κάνω αγωγή σε κπ.: ~ κπ. ποινικώς / πολιτικώς. || (μεε. ως ουσ.) ο ενάγων*. || (μπε. ως ουσ.) ο εναγόμενος*.

[λόγ. < αρχ. ἐνάγω]

ενάγων ο [enáγon] θηλ. ενάγουσα [enáγusa] Ο (βλ. Ε12) : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός ο οποίος έχει κάνει την αγωγή εναντίον του άλλου (του εναγομένου) ζητώντας την επανόρθωση ζημίας που έπαθε· (πρβ. κατήγορος, εγκαλών): Πολιτικώς ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐνάγων μεε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. ενάγ(ων) -ουσα]

εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα. εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση.

[λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]

εναέριος -α -ο [enaérios] Ε6 : α.που βρίσκεται, που αιωρείται στον αέρα: Εναέριο καλώδιο. Εναέρια σύρματα. ~ σιδηρόδρομος, που κινείται σε αιωρούμενο σύρμα. || (βοτ.) εναέριες ρίζες, που αναπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β. που γίνεται, που έχει σχέση με τα αεροπλάνα ή με τις αεροπορικές συγκοινωνίες: Εναέρια συγκοινωνία. Περιοχή εναέριας κυκλοφορίας, τομέας του εναέριου χώρου όπου ασκείται έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐναέριος]

< Previous   [1] 2 3 4 5 ...47   Next >
Go to page:Go