Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπόριο
3 εγγραφές [1 - 3]
εμπόριο το [embório] Ο40 : η αγορά και η πώληση οποιουδήποτε προϊόντος, η οποία, ως επαγγελματική δραστηριότητα, αποβλέπει σε χρηματικό κέρδος και, ως οικονομική διαδικασία, κάνει τα ποικίλα προϊόντα προσιτά στους καταναλωτές: Aσχολούμαι με το ~. ~ τροφίμων / υφασμάτων / σιτηρών / καπνού / φαρμάκων· (πρβ. εμπορία). ~ όπλων. Εισαγωγικό / εξαγωγικό ~. Εσωτερικό / εξωτερικό / χονδρικό / λιανικό ~. Διαμετακομιστικό ~. Yπουργείο Εμπορίου. Mέτρα για την τόνωση του εμπορίου. || (γεν.) του εμπορίου, για βιομηχανοποιημένα τρόφιμα ή για τρόφιμα που παρασκευάζονται μαζικά σε αντιδιαστολή με αυτά που παρασκευάζονται στο σπίτι. (έκφρ.) εκτός εμπορίου, για προϊόν που δεν προσφέρεται στον καταναλωτή ή το χρήστη με πώληση. ~ λευκής σαρκός, σωματεμπορία γυναικών και παιδιών προορισμένων για πορνεία.

[λόγ. < αρχ. ἐμπόριον]

εμποριολογία η [emboriolojía] Ο25 : επιστημονικός κλάδος που μελετά γενικώς την εξέλιξη και την οργάνωση του εμπορίου.

[λόγ. εμπόρι(ον) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. traité de commerce]

εμποριολόγος ο [emboriolóγos] Ο18 θηλ. εμποριολόγος [emboriolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικευμένος στην εμποριολογία.

[λόγ. εμποριο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες