Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εμπλέκω [embléko] -ομαι Ρ αόρ. ενέπλεξα, απαρέμφ. εμπλέξει, παθ. αόρ. εμπλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ενεπλάκη, ενεπλάκησαν, απαρέμφ. εμπλα κεί : 1.(μηχανολ.) για στοιχεία μηχανισμού (οδοντωτούς τροχούς, άξονες κτλ.) τα οποία συνδέονται (συναρμόζονται) μεταξύ τους με γρανάζια που εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο: Ο οδοντωτός τροχός μετακινείται και εμπλέκεται με την / στην οδόντωση του περιστρεφόμενου άξονα. H κίνηση μεταδίδεται με εμπλεκόμενους οδοντωτούς τροχούς. Mετακινούμε τον άξονα, για να τον εμπλέξουμε με τον / στον οδοντωτό τροχό. 2. (μτφ., λόγ.) μπλέκω, αναμειγνύω κπ. σε μια υπόθεση, συνήθ. περίπλο κη, αδιέξοδη, επιζήμια, αξιόμεμπτη: Προσπάθησαν να τον εμπλέξουν στη διαμάχη τους. || (παθ.) αναμειγνύομαι, παίρνω μέρος, μπλέκομαι: Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στη συζήτησή σας, γι΄ αυτό θα παραμείνω σιωπηλός ακροατής. H χώρα μας δεν πρόκειται να εμπλακεί σε πόλεμο. Aς μην εμπλακούμε σε διαδικασίες χρονοβόρες ή αδιέξοδες.
[λόγ. < αρχ. ἐμπλέκω `πλέκω μέσα σε κτ., μπερδεύομαι μέσα σε κτ.΄ και κατά τις σημ. της λ. εμπλοκή & σημδ. του νεοελλ. μπλέκω & του γαλλ. enlacer]



