Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελιξίριο
1 item total
ελιξίριο το [eliksírio] Ο41 : 1.παρασκεύασμα των αλχημιστών με δήθεν θαυματουργές, θεραπευτικές ή ευεργετικές ιδιότητες: ~ ζωής / μακροβιότητας / νεότητας, που υποτίθεται ότι δίνει ζωή / μακροβιότητα / νεότητα. ~ του έρωτα, που υποτίθεται ότι συνδέει ερωτικά όσους το πιουν. 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμακευτικών παρασκευασμάτων, που περιέχουν αιθέρια έλαια, βάμματα, εκχυλίσματα ή μείγματα με σιρόπι.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. élixir -ιον < μσνλατ. elixir < αραβ. al-iksīr `φάρμακο από ξερή σκόνη, “φιλοσοφική πέτρα”΄ < ελνστ. ξηρίον `ξηραντική σκόνη για πληγές΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go