Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελευθερώνομαι
1 item total
ελευθερώνω [elefθeróno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. από δούλο ελεύθερο, του δίνω ελευθερία· απελευθερώνω: ~ σκλάβο / δούλο. Ελευθέρωσαν την πατρίδα του από το ζυγό της δουλείας. || αφήνω δεσμώτη ή κρατούμενο ελεύθερο: Ελευθέρωσαν τους ομήρους. 2. απαλλάσσω από εμπόδιο, βάρος, ενόχληση, υποχρέωση, δέσμευση κτλ.: Ελευθερώστε την είσοδο / τη δίοδο / το δρόμο, παραμερίστε τα εμπόδια. ~ από χρέος / από υποθήκη. Ελευθέρωσε τη σκέψη μας από το δογματισμό. || (παθ.) απαλλάσσομαι, λυτρώνομαι, γλιτώνω από κτ. κακό, επαχθές. || Tου ελευθέρωσε τα χέρια, του τα απάλλαξε από δεσμά ή από ό,τι κρατούσαν και μτφ., του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει ό,τι θέλει· του έλυσε τα χέρια. || (συνήθ. παθ.) γεννώ, τίκτω: Mε το καλό να ελευθερωθείς, ευχή σε έγκυο γυναίκα· καλή λευτεριά.

[λόγ. < αρχ. ἐλευθερ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go