Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκχύλιση η [ekxílisi] Ο33 : (χημ., τεχνολ.) η τεχνική με την οποία από μια πρώτη ύλη, που υποβάλλεται σε πίεση ή σε κατεργασία με κατάλληλο διαλύτη, παραλαμβάνεται ένα μείγμα ορισμένων ουσιών της: Tεχνικές / μέθοδοι εκχύλισης. Mέσο / διαλύτης εκχύλισης.
[λόγ. εκχυλι- (εκχυλίζω) -σις > -ση]