Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκτόξευση
1 item total
εκτόξευση η [ektóksefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτοξεύω. 1. ρίψη, πέταγμα προς ορισμένη κατεύθυνση και με μεγάλη δύναμη: ~ νερού. || (ειδικότ.) για σώμα που κινείται με τη βοήθεια προωθητικού μέσου: ~ βλήματος / πυραύλου / διαστημικού οχήματος. 2. (μτφ.) λεκτική επίθεση εναντίον κάποιου: Συνέχισε την επίθεσή του με ~ ύβρεων και απειλών. 3. (μτφ.) υπερβολική και απότομη αύξηση, άνοδος: ~ των τιμών.

[λόγ. εκτοξεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go