Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκτροπή
1 item total
εκτροπή η [ektropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτρέπω. α. απομάκρυνση από την κανονική, τη φυσική ή την αρχική πορεία: Tα έργα της εκτροπής του Aχελώου ποταμού. || (ειδικότ.): ~ βλήματος πυροβόλου, απόκλιση από το κατακόρυφο επίπεδο βολής. || (φυσ.): ~ φωτεινών ακτίνων, η απόκλισή τους, όταν διέρχονται μέσα από φακούς και καμπύλα κάτοπτρα. β. (μτφ.): Συνταγματική ~, παρέκκλιση από τη συνταγματική νομιμότητα.

[λόγ.: α: αρχ. ἐκτροπή· β: σημδ. γαλλ. déviation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go