Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκπροσώπηση
1 item total
εκπροσώπηση η [ekprosópisi] Ο33 : το να εκπροσωπείται κάποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) από άλλον: Ο νόμος προβλέπει την ισότιμη ~ όλων των ομοιόβαθμων οργανώσεων στις ομοσπονδίες. Nόμιμη / έγκυρη / επίσημη ~. Διπλωματική / νομική ~. Aναλογική ~.

[λόγ. εκπροσωπη- (εκπροσωπώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go