Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκνευριστικός
1 item total
εκνευριστικός -ή -ό [eknevristikós] Ε1 : που εκνευρίζει άλλον, που προκαλεί εκνευρισμό: Εκνευριστική συμπεριφορά / επιμονή. ~ θόρυβος. Εκνευριστικές φωνές. Εκνευριστικό περιβάλλον. Εκνευριστική ατμόσφαιρα. || (προφ., για πρόσ.): Mη γίνεσαι ~, μη μας εκνευρίζεις. εκνευριστικά ΕΠIΡΡ: Tο τρένο / το καραβάκι ήταν ~ αργό.

[λόγ. εκνευρισ- (εκνευρίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go