Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εκμεταλλεύσιμος -η -ο [ekmetaléfsimos] Ε5 : που προσφέρεται, είναι κατάλληλος για εκμετάλλευση, για χρήση που αποδίδει σημαντικό οικονομικό όφελος: Εκμεταλλεύσιμα εδάφη. Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα πετρελαίου. Εκμεταλλεύσιμο ακίνητο. || ~ χώρος, αξιοποιήσιμος, ωφέλιμος.
[λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -σιμος]



