Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκμεταλλεύσιμος
1 item total
εκμεταλλεύσιμος -η -ο [ekmetaléfsimos] Ε5 : που προσφέρεται, είναι κατάλληλος για εκμετάλλευση, για χρήση που αποδίδει σημαντικό οικονομικό όφελος: Εκμεταλλεύσιμα εδάφη. Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα πετρελαίου. Εκμεταλλεύσιμο ακίνητο. || ~ χώρος, αξιοποιήσιμος, ωφέλιμος.

[λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -σιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go