Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εκλεκτός -ή -ό [eklektós] & εκλεχτός -ή -ό [eklextós] Ε1 : που τον ξεχωρίζουν από άλλους ως τον καλύτερο· διαλεχτός. α. (για πρόσ.): ~ φίλος / συνεργάτης. Εκλεκτοί πολίτες. ~ κόσμος. Εκλεκτή συντροφιά / παρέα. || (ως ουσ.) ο εκλεκτός, θηλ. εκλεκτή: Ο ~ του λαού / του Θεού. (έκφρ.) ο ~ / η εκλεκτή της καρδιάς της / του, προς τον οποίο εκδηλώνεται ένα ιδιαίτερο ερωτικό συναίσθημα, αγαπημένος. β. (για πργ.): Εκλεκτά προϊόντα / εδέσματα. Εκλεκτό κρασί. Εκλεκτής ποιότητας φρούτα / καπνός. Εκλεκτές ποικιλίες λαχανικών.
[λόγ. < αρχ. ἐκλεκτός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



