Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εκδικούμαι
1 item total
εκδικούμαι [ekδikúme] Ρ10.9β & (προφ.) εκδικιέμαι [ekδiéme] Ρ10.11β : ανταποδίδω σε κπ. κακό (βλάβη, αδικία, προσβολή κτλ.) που έκανε σ΄ εμένα (ή σε άλλον)· παίρνω εκδίκηση: Για ό,τι μου ΄κανες, αργά ή γρήγορα, θα σε εκδικηθώ. Εκδικήθηκαν (για) το θάνατο του αδερφού τους, σκοτώνοντας το γιο του φονιά.

[λόγ. < ελνστ. ἐκδικοῦμαι (αρχ. ενεργ. ἐκδικῶ)· λόγ. εκδικ(ούμαι) μεταπλ. -ιέμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go