Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκβάλλω [ekválo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ πρτ. εξέβαλλα, αόρ. εξέβαλα, απαρέμφ. εκβάλει, παθ. αόρ. εκβλήθηκα, απαρέμφ. εκβληθεί : 1. (λόγ.) βγάζω κτ. ή κπ. έξω από ένα χώρο, με δύναμη ή με βία. 2. (για ποταμό) χύνω τα νερά μου, καταλήγω: Ο Aξιός εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Ο Nείλος εκβάλλει στη Mεσόγειο σχηματίζοντας ένα τεράστιο δέλτα.
[λόγ. < αρχ. ἐκβάλλω (στη σημ. 1) και κατά τη σημ. της λ. εκβολή]



