Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εισαγωγικός
1 item total
εισαγωγικός -ή -ό [isaγojikós] Ε1 : 1. που έχει αντικείμενό του την εισαγωγή προϊόντων, εμπορευμάτων. ANT εξαγωγικός: Εισαγωγικό εμπόριο. Εισαγωγικές επιχειρήσεις / εταιρείες. 2. που γίνεται για την εισαγωγή σπουδαστών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα· εισιτήριος: Εισαγωγικές εξετάσεις. || (ειδ.) ~ βαθμός υπαλλήλου, ο βαθμός με τον οποίο διορίζεται για πρώ τη φορά. 3. που εισάγει, κατατοπίζει για το περιεχόμενο λόγου, κειμένου που ακολουθεί· προεισαγωγικός: Εισαγωγικό κείμενο. Εισαγωγική παράγραφος. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. || που εισάγει σε επιστήμη, τέχνη κτλ.: Εισαγωγικά μαθήματα. εισαγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εἰσαγωγικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go