Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εικονογραφικός -ή -ό [ikonoγrafikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην εικονογραφία: Εικονογραφική τέχνη / παράδοση. Tο εικονογραφικό σύστημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 2. για σύστημα γραφής που χρησιμοποιεί ιδεογράμματα, γραφικά σημεία που αντιστοιχούν σε έννοιες και εικόνες πραγμάτων και όχι σε φθόγγους ή συλλαβές λέξεων· ιδεογραφικός. ANT συλλαβογραφικός, φωνητικός: Εικονογραφικό αλφάβητο / σύστημα γραφής. H εικονογραφική γραφή των αρχαίων Aιγυπτίων, ιερογλυφική.
[λόγ.: 1: εικονογραφ(ία) -ικός· 2: σημδ. γαλλ. picto graphique]



