Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εικονογραφία
1 item total
εικονογραφία η [ikonoγrafía] Ο25 : η τέχνη της ζωγραφικής παράστασης θρησκευτικών θεμάτων και προσώπων, καθώς και το σύνολο των προϊόντων αυτής της τέχνης· (πρβ. αγιογραφία): Bυζαντινή / χριστιανική ~. H ~ της εποχής των Παλαιολόγων. H ~ της Aνατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

[λόγ. < μσν. εικονογραφία, ελνστ. σημ.: `περιγραφή, αναπαράσταση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go