Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ειδικότητα η [iδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ειδικού, εκείνου που γνωρίζει ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Ειδικότητά του είναι το κληρονομικό δίκαιο. Έχει ~ στην παιδιατρική.
[λόγ. ειδικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. spécialité]



