Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγωτισμός
1 item total
εγωτισμός ο [eγotizmós] Ο17 : (φιλοσ.) 1α. η τάση ενός συγγραφέα να αναλύει και να αναδεικνύει τη δική του φυσική και πνευματική ατομικότητα. β. (γενικότ.) έντονη προσπάθεια του ατόμου να αναλύσει και να αναπτύξει τα στοιχεία της ατομικότητάς του. 2. (ειδικότ. από ηθική άποψη) η στάση που καθορίζεται από την αντίληψη ότι βασικός κανόνας της συμπεριφοράς είναι η επιδίωξη της ατομικής τελειοποίησης.

[λόγ.: 1: αγγλ. egotism -ός `εγωισμός΄ < λατ. ego `εγώ΄· 2: γαλλ. égotisme (στη νέα σημ.) < αγγλ. egotism]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go