Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγρήγορση
1 item total
εγρήγορση η [eγríγοrsi] Ο32α : η κατάσταση της συνείδησης που είναι έτοιμη να αντιληφθεί και να ενεργήσει: Πνευματική / ηθική ~. || (απαρχ. έκφρ.) εν εγρηγόρσει, σε εγρήγορση, σε επαγρύπνηση.

[λόγ. < αρχ. ἐγρήγορ(σις) `το να είναι κανείς ξυπνητός΄ -ση & σημδ. γαλλ. vigilance]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go