Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγκυμονώ
1 item total
εγκυμονώ [enimonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) έχω στο σώμα μου έμβρυο· κυοφορώ, είμαι έγκυος. 2. (μτφ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) έχω, κρύβω μέσα μου κτ., συνήθ. κακό, το οποίο αναπτύσσεται και πρόκειται να εκδηλωθεί: H κατάσταση εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. H εγχείρηση επιβάλλεται να γίνει, εγκυμονεί όμως πολλούς κινδύνους.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐγκυμονῶ· 2: σημδ. γαλλ. être gros de]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go