Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγκλωβίζω
1 item total
εγκλωβίζω [eŋglovízο] -ομαι Ρ2.1 : 1.(συνήθ. παθ.) παγιδεύω. α. αναγκάζω κπ. να μένει σε ορισμένο τόπο ή χώρο, εμποδίζοντας τη διαφυγή του: Εγκλωβίστηκαν στις φλόγες και βρήκαν φρικτό θάνατο. β. κλείνω μέσα σε περίκλειστο χώρο, θάλαμο κτλ.: Εγκλωβίστηκαν στο ασανσέρ. γ. (μτφ.) φέρνω κπ. αντιμέτωπο με καταστάσεις που του στερούν κάθε δυνατότητα ελεύθερης επιλογής και δράσης: Tο εκλογικό σώμα παραμένει εγκλωβισμένο. 2. (ειδ. στρατ.) απομονώνω ορισμένο τμήμα του εχθρικού εδάφους και της εχθρικής δύναμης με διασταυρούμενες γραμμές πυρός.

[λόγ. εγ- (δες εν-) κλωβ(ός) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go