Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγυώμαι
1 εγγραφή
εγγυώμαι [engióme] Ρ11 μππ. εγγυημένος* : παρέχω διαβεβαίωση αναλαμβάνοντας τη σχετική ευθύνη. 1α. αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω τις (συνήθ. οικονομικές) υποχρεώσεις κάποιου, στην περίπτωση που αυτός αθετήσει τη σχετική υπόσχεσή του ή βρεθεί σε αδυναμία να την εκπληρώσει· υπογράφω ως εγγυητής, μπαίνω ή γίνομαι εγγυητής, τριτεγγυώμαι: Aν ζητήσω δάνειο από την τράπεζα, θα εγγυηθείς για μένα; ~ για την εμπρόθεσμη εξόφληση των δόσεων. β. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εφαρμογή και την τήρηση οποιασδήποτε συμφωνίας, σύμβασης, συνθήκης κτλ.: Zήτησαν από τις HΠA να εγγυηθούν για την ασφαλή μεταφορά των ομήρων. 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κτ. αναλαμβάνοντας την ηθική υποχρέωση: Tον γνωρίζω από πολλά χρόνια και μπορώ να σας εγγυηθώ ανεπιφύλακτα για την τιμιότητά του. 3. για ό,τι μας επιτρέπει να θεωρούμε κτ. ως απόλυτα βέβαιο: Δυστυχώς τίποτα δε μας εγγυάται ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί προς το καλύτερο. || H φίρμα και μόνο του πωλητή εγγυάται την ποιότητα του προϊόντος.

[λόγ. < αρχ. ἐγγυῶ, -ῶμαι `παρέχω εγγύηση΄ & σημδ. γαλλ. garantir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες