Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγγράφω
1 εγγραφή
εγγράφω [eŋγráfo] -ομαι Ρ4 αόρ. ενέγραψα, απαρέμφ. εγγράψει, παθ. αόρ. εγγράφτηκα και εγγράφηκα, απαρέμφ. εγγραφτεί και εγγραφεί, μππ. εγγεγραμμένος* : 1.(για πρόσ.) γράφω το όνομα κάποιου σε (επίσημο) κατάλογο, κατάσταση κτλ., ώστε να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να γίνει μέλος ενός συνόλου· γράφω4. ANT διαγράφω: Zητώ να με εγγράψετε στο μητρώο των μελών του συλλόγου σας. || Εγγράφομαι συνδρομητής σε ένα περιοδικό, γίνομαι συνδρομητής. Εγγράφομαι μέλος ενός συλλόγου, γίνομαι μέλος. 2. (λογιστ.) καταχωρίζω στοιχεία στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καταγράφω κτ. μαζί με άλλα, θεωρώντας το ως όμοιο, ισάξιό τους κτλ.· συγκαταλέγω, καταλογίζω. (έκφρ.) γράφω / ~ κτ. στο ενεργητικό* / στο παθητικό* μου. 4. αποτυπώνω πληροφορίες ή σήματα (οπτικά, ακουστικά) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους· γράφω. 5. (μαθημ.) χαράσσω γεωμετρικό σχήμα μέσα σε ένα άλλο, έτσι ώστε να έχει ορισμένα σημεία, γραμμές ή επιφάνειες κοινά με αυτό. ANT περιγράφω: ~ τετράγωνο σε κύκλο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγρά φω· 2-4: σημδ. γαλλ. inscrire· 5: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες