Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγονός ο [eŋgonós] Ο17 θηλ. εγγονή [eŋgoní] Ο29 : ο γιος ή η κόρη του παιδιού κάποιου, σε σχέση με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά)· (πρβ. εγγόνι): Έχουν δυο εγγονές από την κόρη τους. Έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στο μεγαλύτερο εγγονό του.
[αρχ. ἔγγονος με μετακ. τόνου αναλ. προς τα γιος, ανεψιός· μσν. εγγονή < ελνστ. ἐγγόνη με μετακ. τόνου κατά το εγγονός]



