Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγγίζω
1 item total
εγγίζω [engízo] Ρ2.1α πρτ. ήγγιζα, αόρ. ήγγισα, απαρέμφ. εγγίσει : (λόγ.) αγγίζω. (έκφρ.) ~ / αγγίζω τα όρια*.

[λόγ. < αρχ. ἐγγίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go