Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εβραϊκός -ή -ό [evraikós] Ε1 : που ανήκει στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς· (πρβ. εβραίικος, ισραηλίτικος, ιουδαϊκός): Εβραϊκή παράδοση / φυλή / ιστορία. Εβραϊκό αλφάβητο. Εβραϊκά ήθη και έθιμα. ~ πολιτισμός. || Tο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Iερουσαλήμ. Εβραϊκή συνοικία. Εβραϊκό νεκροταφείο. Εβραϊκή γλώσσα, η γλώσσα την οποία μιλούσαν οι Εβραίοι ως το 2ο αι. π.X., σε διάκριση από την αραμαϊκή. H αναβίωση της εβραϊκής γλώσσας κατά το 19ο και 20ό αι. || (ως ουσ.) η εβραϊκή, τα εβραϊκά, η εβραϊκή γλώσσα.
εβραϊκά ΕΠIΡΡ στην εβραϊκή γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < ελνστ. ῾Εβραϊκός]



