Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εβδομηκοστός
1 item total
εβδομηκοστός -ή -ό [evδοmikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εβδομήντα: H εβδομηκοστή σελίδα. Tο εβδομηκοστό έτος της ηλικίας. H εβδομηκοστή επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον εξηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εβδομηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η εβδομηκοστή, η εβδομηκοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εβδομηκοστή. 2. το εβδομηκοστό, το ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκουν τα τριάντα εβδομηκοστά του οικοπέδου.

[λόγ. < αρχ. ἑβδομηκοστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go