Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δύσοσμος -η -ο [δísozmos] Ε5 : (ιατρ.) 1. που αναδίδει πολύ άσχημη μυρωδιά, που από τη φύση του μυρίζει άσχημα: Tο σκόρδο είναι δύσοσμο φυτό. ANT εύοσμος. Δύσοσμα σωματικά υγρά. 2. (μτφ.) που προδίδει την ηθική σήψη: H δύσοσμη πραγματικότητα.
δύσοσμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δύσοσμος]



