Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυσμορφία
1 item total
δυσμορφία η [δizmorfía] Ο25 : α. η ιδιότητα του δύσμορφου· ασχήμια. β. (ιατρ.) η εκ γενετής ή η επίκτητη ανωμαλία στη μορφή του ανθρώπινου σώματος: ~ του προσώπου / των άκρων. Πολλές δυσμορφίες διορθώνονται με την πλαστική χειρουργική.

[λόγ. < αρχ. δυσμορφία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go